αρνόγλωσσο

αρνόγλωσσο
Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά δύο φυτά, το α. το μικρό και το α. το μεγάλο. Το πρώτο είναι μονοετής πόα ύψους έως 30 εκ., τριχωτό, με πράσινα φύλλα, απλωτά ή όρθια και λίγο οδοντωτά. Το στάχυ του έχει μετάξινο τρίχωμα και o καρπός του είναι ωοειδής κάψα με δύο σπέρματα. Φυτρώνει σε ξηρούς, χέρσους, κατά προτίμηση αμμώδεις τόπους, σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Το δεύτερο είναι πολυετής πόα ύψους έως 50 εκ., με μικρό ρίζωμα. Έχει φύλλα χοντρά με κυλινδρικό στάχυ. O καρπός που είναι κάψα περικλείει 8 έως 16 σπέρματα. Φυτρώνει σε καλλιεργούμενους και χέρσους υγρούς τόπους, σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και χρησιμοποιείται ως διουρητικό και στις παθήσεις των νεφρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θρυαλλίδα — Ταινιοειδές κατασκεύασμα από εύφλεκτες ου σίες, το οποίο προορίζεται να μεταδίδει σε απόσταση και σε έναν προκαθορισμένο χρόνο την έναυση σε εκρηκτικές γομώσεις. Το εύφλεκτο υλικό, που αποτελείται συνήθως από μαύρη πυρίτιδα, περιέχεται σε έναν… …   Dictionary of Greek

  • κορωνοπόδιον — κορωνοπόδιον, τὸ (ΑM) το φυτό πλαντάγινο ή αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + πόδιον (< πόδιον < πούς), πρβλ. ιερακο πόδιον, κλινο πόδιον] …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσάκι — το [κυπαρίσσι] 1. μικρό κυπαρίσσι 2. κοινή ονομασία τού φυτού αρνόγλωσσο …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσόχορτο — το το φυτό αρνόγλωσσο, αλλ. κυπαρισσάκι …   Dictionary of Greek

  • κύνωψ — κύνωψ, ωπος, ὁ (Α) το φυτό αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύν(ο) * + ὤψ, ὠπός «μάτι»] …   Dictionary of Greek

  • πετεινόχορτο — το, Ν το φυτό αρνόγλωσσο …   Dictionary of Greek

  • πλατύπλευρον — τὸ, Α το φυτό πλαντάγο (Ι), γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πλευρά] …   Dictionary of Greek

  • πολύνευρος — η, ο / πολύνευρος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευρον το φυτό αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά νευρος] …   Dictionary of Greek

  • προβάτειος — α, ο / προβάτειος, εία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ [πρόβατον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, προβατήσιος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβάτειος το φυτό θρούμπι, η θύμβρη* 2. το ουδ. ως ουσ. τό προβάτειον το φυτό αρνόγλωσσο …   Dictionary of Greek

  • σικελιωτικός — ή, ό / σικελιωτικός, ή, όν, ΝΑ, και σικελιώτικος, η, ο, Ν [Σικελιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σικελιώτες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σικελιωτικόν το φυτό ψύλλιον*. κν. γνωστό σήμερα ως αρνόγλωσσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”