θρυαλλίδα — Ταινιοειδές κατασκεύασμα από εύφλεκτες ου σίες, το οποίο προορίζεται να μεταδίδει σε απόσταση και σε έναν προκαθορισμένο χρόνο την έναυση σε εκρηκτικές γομώσεις. Το εύφλεκτο υλικό, που αποτελείται συνήθως από μαύρη πυρίτιδα, περιέχεται σε έναν… … Dictionary of Greek
κορωνοπόδιον — κορωνοπόδιον, τὸ (ΑM) το φυτό πλαντάγινο ή αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + πόδιον (< πόδιον < πούς), πρβλ. ιερακο πόδιον, κλινο πόδιον] … Dictionary of Greek
κυπαρισσάκι — το [κυπαρίσσι] 1. μικρό κυπαρίσσι 2. κοινή ονομασία τού φυτού αρνόγλωσσο … Dictionary of Greek
κυπαρισσόχορτο — το το φυτό αρνόγλωσσο, αλλ. κυπαρισσάκι … Dictionary of Greek
κύνωψ — κύνωψ, ωπος, ὁ (Α) το φυτό αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύν(ο) * + ὤψ, ὠπός «μάτι»] … Dictionary of Greek
πετεινόχορτο — το, Ν το φυτό αρνόγλωσσο … Dictionary of Greek
πλατύπλευρον — τὸ, Α το φυτό πλαντάγο (Ι), γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πλευρά] … Dictionary of Greek
πολύνευρος — η, ο / πολύνευρος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευρον το φυτό αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά νευρος] … Dictionary of Greek
προβάτειος — α, ο / προβάτειος, εία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ [πρόβατον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, προβατήσιος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβάτειος το φυτό θρούμπι, η θύμβρη* 2. το ουδ. ως ουσ. τό προβάτειον το φυτό αρνόγλωσσο … Dictionary of Greek
σικελιωτικός — ή, ό / σικελιωτικός, ή, όν, ΝΑ, και σικελιώτικος, η, ο, Ν [Σικελιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σικελιώτες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σικελιωτικόν το φυτό ψύλλιον*. κν. γνωστό σήμερα ως αρνόγλωσσο … Dictionary of Greek